- άξαφνο
- το внезапное горе, несчастье, беда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) … Dictionary of Greek
άξαφνος — η, ο ξαφνικός, αιφνίδιος: Ο γυρισμός του γιου τους ήταν άξαφνος· το ουδ. ως ουσ., το άξαφνο απρόοπτο (κακό): Το κακό που τους βρήκε ήταν μεγάλο κι άξαφνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)